H αληθινή ιστορία των Αδελφών Papin πίσω από το έργο του Ζαν Ζενέ "Οι Δουλες" [ The True Story of Papin Sisters behind the drama play of Jean Genet "The Maids". ]





















read the True Story of Papin Sisters 
behind the drama play of Jean Genet 
"The Maids" in English here:


Οι αδελφές Papin: 
Το Έγκλημα του αιώνα στην Γαλλία
από τον Mason Jessica

H παράξενη περίπτωση των αδελφών Papin πάνω στην οποία ο Ζαν Ζενέ βάσισε την συγγραφή του έργου του οι Δούλες είναι ξεχωριστή όχι μόνο για τη συγκλονιστική βία της, αλλά επειδή και οι δράστες και τα θύματα ήταν γυναίκες.
Η υπόθεση προσέλκυσε την προσοχή των μέσων ενημέρωσης στη Γαλλία λόγω των εντυπωσιακά ακραίων χαρακτηριστικών της, του λεσβιασμού και της αιμομιξίας. Το κίνητρο για το έγκλημα δεν ήταν αρκετά ξεκάθαρο - ήταν απλά, έξαλλη τρέλα ή ήταν η συνειδητή (και μερικοί θα έλεγαν δίκαιη) εκδίκηση δύο κοριτσιών της εργατικής τάξης κατά των αφεντικών τους;



Oι αδελφές Papin

Ακόμη και για τα σκληρά πρότυπα της γαλλικής αγροτικής ζωής του 20ου αιώνα, η Christine και η Léa Papin γνώρισαν μια ιδιαίτερα μελαγχολική παιδική ηλικία πατέρας τους Gustave ήταν ένας προσβλητικός αλκοολικός και η μητέρα τους Clémence ήταν μια επιπόλαιη γυναίκα με ελάχιστο μητρικό ένστικτο, που το 1901 αναγκάστηκε
να παντρευτεί τον πατέρα τους μόνο και μόνο επειδή ήταν έγκυος με το πρώτο τους παιδί, την Emilia. Μετά το δεύτερο παιδί της, την Christine που γεννήθηκε το 1905, η Clémence αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να χειριστεί δύο παιδιά και έστειλε το μωρό μακριά για να ζήσει με την αδελφή του Gustave. Λίγο μετά τη γέννηση της Léa, η Clémence ανακάλυψε ότι ο σύζυγός της είχε βιάσει την μεγαλύτερη κόρη τους, την Emilia, η οποία την εποχή εκείνη ήταν μόλις 10 ετών.
Η Clémence αμέσως ζήτησε και έλαβε διαζύγιο από τον Gustave. Οι αποφάσεις της, εντούτοις, δεν ελήφθησαν από ανησυχία για την ευημερία της κόρης της, αλλά από την επιθυμία της να τιμωρήσει τον άνδρα της για την απιστία του. Η Clémence προφανώς πίστευε ότι η Εmilia είχε αποπλανήσει τον πατέρα της και για να την πειθαρχήσει, την έστειλε σε ένα ορφανοτροφείο, που διευθύνονταν από το μοναστήρι Le Bon Pasteur, και το οποίο ήταν γνωστό για την σκληρότητα του. Επιπλέον, πήρε την Christine από τη φροντίδα της θείας της και την πήγε και αυτήν στο Le Bon Pasteur. Η ίδια απαλλάχτηκε από το βάρος της φροντίδας της Léa, δίνοντας την να την μεγαλώσει ένας θείος.
Η Emilia και η Christine μεγάλωσαν πολύ κοντά η μια στην άλλη στο ορφανοτροφείο και όταν η Emilia έγινε μοναχή, η Christine είχε την πρόθεση να ακολουθήσει τα βήματα της αδελφής της. Ωστόσο, η Clémence, η οποία εξαρτιότανε από τις κόρες της για να την βοηθήσουνε οικονομικά μόλις ήταν νομίμως σε θέση να εργαστούν, ήταν πολύ θυμωμένη με την άρνηση της Emilia να της παρέχει το ένα τρίτο του μισθού της και έτσι απαγόρευσε στην Christine να κάνει το ίδιο.
Πήρε αμέσως την Christine από το ορφανοτροφείο και της βρήκε εργασία ως καμαριέρα στο αστικό σπίτι των Le Mans. Επειδή οι αδελφές του μοναστηριού Le Bon Pasteur την είχαν διδάξει καθαριότητα, ραπτική και μαγείρεμα, ήταν πολύ καλά εκπαιδευμένη για τη ζωή μιας οικιακής βοηθού. Η Christine άλλαξε αφεντικά πολλές φορές, επειδή οι μισθοί που καταβάλλονταν δεν ήταν ποτέ αρκετοί για να ικανοποιήσει τη μητέρα της. Όπως και τη μεγαλύτερη αδελφή της, η μητέρα τους πήρε την Léa από τη φύλαξη των συγγενών της και την έβαλε για δουλειά. Οι δύο αδελφές, οι οποίες αν και είχαν χωρίσει, ήταν ακόμα πολύ τρυφερές μεταξύ τους, προσπάθησαν να συνεργαστούν όσο το δυνατόν περισσότερο.
























Η ζωή με τους Lancelins

Το 1926, όταν ήταν 22 ετών , η Christine απόκτησε μια θέση στην οικογένεια Lancelin στην πόλη Le Mans. Η οικογένεια, η οποία διέμενε όλη στο σπίτι, αποτελούνταν από τον Rene Lancelin, συνταξιούχο δικηγόρο, την σύζυγο του Leonie και τις δύο κόρες τους, μια εκ των οποίων, η Geneviève, ήταν 27 ετών κατά τη στιγμή της δολοφονίας της.
Ήταν μια ήσυχη, αξιοσέβαστη οικογένεια με ένα ωραίο αρχοντικό στο Νούμερο 6, της οδού Bruyère. Έπειτα από δύο μήνες δουλειάς της Christine, η οικογένεια Lancelin αποφάσισε να προσλάβει επίσης και την αδελφή της την Lea.
Η Christine ήταν η μαγείρισσα, και η Lea ήταν η καμαριέρα.
Δούλευαν 12 έως 14 ώρες την ημέρα και είχαν το δικαίωμα μόνο μισής ημέρας άδειας την εβδομάδα, προκειμένου να παρευρίσκονται κάθε Κυριακή, με τα γάντια και τα καπέλα τους, στην εκκλησία, πράγμα και το οποίο έκαναν. Περιστασιακά, έκαναν επίσκεψη σε έναν γείτονα. Η Christine αργότερα δήλωσε ότι πίστευε πως ήταν σύζυγος της αδελφής της σε μια άλλη ζωή, μια ιδέα που ήταν πιθανό να αντλήθηκε μέσα από τον μυστικό καθημερινό τους κόσμο. Πέρα από αυτούς τους δύο προορισμούς, κάθε ελεύθερη στιγμή που είχαν την περνούσανε μαζί στο μικρό τους δωμάτιο στον τρίτο όροφο του σπιτιού των Lancelins. Ποτέ δεν πήγαν στον κινηματογράφο ή σε αίθουσες χορού, ούτε είχαν μνηστήρες οποιουδήποτε είδους ή φιλίες με άλλα κορίτσια της γειτονιάς.
Η επαγγελματική φήμη τους ήταν, ως επί το πλείστον, άριστη και ήταν αντικείμενο ζήλειας και θαυμασμού για τα άλλα αστικά νοικοκυριά, που οι υπηρέτριες τους την περισσότερη ώρα περιφέρονταν και φλέρταραν με νεαρούς άντρες. Ωστόσο, οι τοπικοί καταστηματάρχες, με τους οποίους τα καθήκοντά τους τις ανάγκαζαν να αλληλεπιδρούν, τις έβρισκαν παράξενες και ακατάδεκτες. Αν και οι δύο αδελφές Papin είχαν επαίνους από τα αφεντικά τους για τη σκληρή δουλειά τους , υπήρχε τουλάχιστον μια γυναίκα που φάνηκε ότι είχε προσωπικά προβλήματα με την Christine.
Η γυναίκα αυτή, στην οποία η Christine δούλεψε μόνο για 15 ημέρες, την περιέγραψε ως εξαιρετικά ευαίσθητη και τόσο αγέρωχη και επαναστατική που η ίδια δίστασε τελικά κατά την διάρκεια όλων αυτών των ημερών να της ζητήσει πραγματικά να κάνει το οτιδήποτε. Η οικογένεια Lancelin ωστόσο, φαινόταν αρκετά χαρούμενη με την Christine, και κατά τη δίκη, ο Κύριος Lancelin δήλωσε ότι μέχρι την ημέρα των φόνων δεν είχε παράπονα για το έργο που επιτελούσαν οι αδελφές Papin στο σπίτι του. Όμως, ο Κύριος Lancelin κατά τη διάρκεια της δίκης αποκάλυψε επίσης, ότι δεν είχε μιλήσει ποτέ με καμία από τις αδελφές, όλα αυτά τα επτά χρόνια που αυτές εργάζονταν στο σπίτι του. Όλες οι παραγγελίες του μεταβιβάζονταν μέσω της συζύγου του που επικοινωνούσε με την Christine, και συνήθως με γραπτή παρά προφορική επικοινωνία.
Ενώ η μέθοδος επικοινωνίας με τις υπηρέτριες τους μπορεί να ήταν κάπως περίεργη, δεν θα μπορούσε πραγματικά να θεωρηθεί σκληρή και φαίνεται ότι οι αδελφές Papin αντιμετωπίστηκαν σχετικά καλά μέσα στο νοικοκυριό Lancelin. Ως μια χαρακτηριστική «μικροαστική» οικογένεια, οι Lancelins περιποιόντουσαν τους υπηρέτες τους με τον ίδιο τρόπο όπως και άλλες οικογένειες της εποχής και ίσως ακόμη και λίγο καλύτερα.
Η  Christine και η Léa είχαν όχι μόνο άφθονο φαγητό να φάνε, αλλά και ένα θερμαινόμενο δωμάτιο, σε σχέση με τον πενιχρό αλλά τυπικό μισθό τους (3.000 φράγκα ετησίως, πράγμα που μεταφράζεται σε λιγότερο από 2000 δολάρια το χρόνο. ) Όταν η Leonie Lancelin αντελήφθη ότι οι αδελφές έστελναν όλες τις αποδοχές τους στη μητέρα τους, αμέσως επέμεινε να σταματήσουνε να το κάνουνε και να κρατήσουνε τα κέρδη τους για τον εαυτό τους μέχρι που η ίδια ενημέρωσε τη μητέρα τους για την αλλαγή αυτή. Μετά από αυτό το περιστατικό, οι αδελφές ξεκίνησαν στοργικά να καλούνε την Κυρία Lancelin “Maman” μεταξύ τους, με ταυτόχρονη αναφορά στην ίδια τη μητέρα τους ως "η γυναίκα".
Η συμπεριφορά της Κυρίας Lancelin ως προς τα κορίτσια δεν ήταν πάντα ευγενική. Είχε απαιτητικές αρχές και πραγματοποιούσε τακτικά τη "δοκιμή με το λευκό γάντι" στα έπιπλα για να βεβαιωθεί ότι είχαν ξεσκονιστεί σύμφωνα με τις προτιμήσεις της. Υπήρξε ένα περιστατικό, στο οποίο αποκάλυψε μια άσχημη πλευρά της. Η Lea είχε χάσει ένα πρόχειρο χαρτί στο πάτωμα, και η Κυρία Lancelin την διέταξε να γονατίσει στο πάτωμα για να μαζέψει το χαρτί. Μετά από αυτό το περιστατικό, η συνήθως ήσυχη Lea ανάφερε στην αδερφή της πως "Θα ήτανε καλύτερα να προσέξει να μην το ξανακάνει αυτό γιατί τότε θα υπερασπιστώ τον εαυτό μου."



















































Το Έγκλημα

Η Christine ήταν 28 και η Lea μόνο 21 ετών στις 2 Φεβρουαρίου 1933, αν και στις φωτογραφίες που ελήφθησαν από τον Τύπο λίγο μετά το έγκλημα μοιάζουν και οι δύο να είναι δεκαετίες μεγαλύτερες.
Εκείνη την ημέρα, οι γυναίκες της οικογένειας Lancelin είχαν πάει για ψώνια. Είχαν σχέδια να πάνε κατευθείαν από τα ψώνια τους στο σπίτι του αδελφού της Κυρίας για δείπνο, όπου ο Κύριος Lancelin θα τις συναντούσε ερχόμενος από την δουλεία του. Έτσι, όλα τα μέλη της οικογένειας ήταν έξω εκείνη την ημέρα και οι υπηρέτριες δεν τους περίμεναν στο σπίτι εκείνο το βράδυ. Σύμφωνα με τις αδελφές Papin, είχανε περάσει όλη εκείνη την ημέρα κάνοντας τις συνηθισμένες δουλειές του σπιτιού και τα καθήκοντά τους. Ένα από τα θελήματα της Lea για την ημέρα ήτανε να πάει το χαλασμένο ηλεκτρικό σίδερο του σπιτιού στον ηλεκτρολόγο. Όταν επέστρεψε έβαλε στην πρίζα το σίδερο για να σιδερώσει κάποια ρούχα και έπεσε όλο το ρεύμα του σπιτιού. Η Christine αποφάσισε ότι θα περιμένει μέχρι το επόμενο πρωί για να ασχοληθεί με τις ασφάλειες του σπιτιού δεδομένου ότι, έτσι κι αλλιώς, η οικογένεια δεν θα επέστρεφε στο σπίτι εκείνο το βράδυ.
Κάποια στιγμή, ανάμεσα στις 5.30 και τις 7.00 το απόγευμα, η Δεσποινίς και η Κυρία Lancelin επέστρεψαν στο σπίτι τους ξαφνικά. Η Christine τις υποδέχθηκε στην πόρτα για να τους πει ότι είχε πέσει το ρεύμα και ότι το σίδερο ήταν χαλασμένο και πάλι. Σύμφωνα με την Christine, ακούγοντας την είδηση αυτή η Κυρία Lancelin θύμωσε πολύ και ξέσπασε σε φωνές οργισμένη. Φαινομενικά σε αυτοάμυνα, η Christine, άρπαξε μια μεταλλική κανάτα και χτύπησε την κυρία της στο κεφάλι. Η Δεσποινίς Geneviève, για να βοηθήσει την μητέρας της, άρχισε να παλεύει με την Christine.
Η Christine φώναξε τότε "θα τις σφάξω". Η Lea, έχοντας ακούσει τη φασαρία από ένα άλλο δωμάτιο, κατέβηκε κάτω και άρχισε να παλεύει με την κ.Lancelin η οποία είχε ανακτήσει τις αισθήσεις της, μετά από το χτύπημα στο κεφάλι.
Έτσι ξεκίνησε αυτό που ο διάσημος Γάλλος ψυχαναλυτής Ζακ Λακάν τόσο πλούσια ονομάζει, "o αποτρόπαιος τετράχορος."
Η Christine φώναξε στη Lea "Σπάσε το κεφάλι της Mam Lancelin στο πάτωμα και πέταξε τα μάτια της έξω !". Η Lea έκανε ακριβώς όπως της είπε η Christine και η Christine έκανε επίσης το ίδιο στην Δεσποινίδα Genevieve. Όταν τα θύματα τους ήταν πλέον ανίσχυρα χωρίς τα μάτια τους, οι αδελφές Papin πήγαν να μαζέψουν τα κατάλληλα όπλα. Χρησιμοποίησαν ένα μαχαίρι και ένα σφυρί μαζί με την μεταλλική κανάτα. Έδειραν τις γυναίκες μέχρι θανάτου και αντάλλαζαν μεταξύ τους το σφυρί και την κανάτα. Σύμφωνα με την Christine, οι γυναίκες σπάραζαν αλλά αυτή αδυνατούσε να θυμηθεί, τί και αν, έλεγαν κάτι.
Εφόσον οι γυναίκες πέθαναν, οι δύο αδελφές κάνανε την δουλειά τους προετοιμάζοντας τα νεκρά σώματα, σύμφωνα με την περιγραφή της Christine, “όπως θα ετοίμαζαν κουνέλια για το μαγείρεμα”. (Πράγματι, το 1901 στο βιβλίο μαγειρικής όπου η Christine διάβαζε συμπεριλαμβανότανε ακριβώς μια τέτοια συνταγή). Σε μια τελική φρικιαστική στιγμή, σήκωσαν τις φούστες των νεκρών γυναικών μέχρι να ακουμπήσουν τα αγνώριστα από τα χτυπήματα κεφάλια τους και έπειτα έγδαραν τους γλουτούς και τους μηρούς τους με το μαχαίρι. 
Η δ.Genevieve Lancelin είχε την περίοδο της κατά τη χρονική στιγμή της δολοφονίας της και η Christine με την Lea ράντισαν την Κυρία Lancelin με το αίμα της έμμηνου ρήσης της κόρης της.
Αφού είχαν τελειώσει το έργο τους, οι αδελφές Papin καθάρισαν το χάος που είχε δημιουργηθεί, και στη συνέχεια, έκαναν τις συνήθεις προετοιμασίες τους 
για ύπνο και ξάπλωσαν μαζί στο ίδιο κρεβάτι.

Η τρομερή Αποκάλυψη

Εν τω μεταξύ, ο Κύριος Lancelin περίμενε τη γυναίκα του και την κόρη του στο δείπνο που είχαν προσκληθεί. Μετά από λίγη ώρα, αποφάσισε να επιστρέψει στο σπίτι για να δει τί ήταν αυτό που τις αργοπορούσε. Όταν έφτασε στο σπίτι ήταν αδύνατον να μπει μέσα , επειδή οι πόρτες ήταν κλειδωμένες και αλυσοδεμένες. Σε αυτό το σημείο, θεώρησε πως η σύζυγός του και η κόρη του είχαν ήδη φύγει και ότι οι δύο υπηρέτριες έκαναν πιθανώς τόση φασαρία με τις δουλειές τους που ήταν αδύνατον να ακούσουν το κουδούνι. Αποφάσισε να επιστρέψει στο σπίτι του αδελφού του- περιμένοντας ότι η γυναίκα του και η κόρη του θα είχανε ήδη φτάσει. Ωστόσο, φτάνοντας, απογοητεύτηκε όταν ανακάλυψε ότι αυτές δεν ήταν εκεί.
Ο Κύριος Lancelin επέστρεψε στο σπίτι του μαζί με ένα φίλο του από το δείπνο. Το σπίτι ήταν εντελώς σκοτεινό. Μονάχα ένα κερί ήταν αναμμένο στο τρίτο όροφο των υπηρετριών . Και πάλι δεν μπορούσανε να μπούνε μέσα στο σπίτι. Πήγαν να βρουν βοήθεια και επέστρεψαν με δύο αστυνομικούς, ένας από τους οποίους μπόρεσε μπει μέσα στο σπίτι πηδώντας πάνω από τον τοίχο στο πίσω μέρος του κήπου. Αργότερα, η Christine δήλωσε ότι είχαν αλυσοδέσει τις πόρτες από αίσθημα συμπόνιας για τον Κύριο Lancelin διότι δεν επιθυμούσαν να ανακαλύψει τα σώματα της συζύγου και της κόρης του.
Μπαίνοντας στο σπίτι μέσω της κουζίνας, όλα φαίνονταν ωραία και τακτοποιημένα μέχρι την στιγμή που ο αστυνομικός ανακάλυψε με τον φακό του έναν βολβό ματιού στην σκάλα που οδηγούσε στο δεύτερο όροφο. Σε αυτό το σημείο, είπαν στον Κύριο Lancelin να μην τους ακολουθήσει. Φτάνοντας στον δεύτερο όροφο, βρήκαν τις γυναίκες της οικογένειας Lancelin, δίχως μάτια και χτυπημένες τόσο πολύ που ήτανε αδύνατον να αναγνωρισθούν. Τα μάτια της Κυρίας βρέθηκαν στις πτυχώσεις του κασκόλ της γύρω από το λαιμό της.
Υποθέτοντας ότι αυτό ήταν έργο ενός ψυχοπαθούς εισβολέα, οι αστυνομικοί συνέχισαν επάνω περιμένοντας να βρουν τις δύο υπηρέτριες στην ίδια τρομερή κατάσταση, αλλά όταν έφτασαν στην πόρτα του δωματίου τους, αυτή ήταν κλειδωμένη από μέσα, και ένα κερί φαίνονταν πως έκαιγε ακόμα στο δωμάτιο. Πιέζοντας να ανοίξει τη πόρτα, βρήκαν τις αδελφές Papin, ζωντανές και σφιχτά αγγελιασμένες μεταξύ τους στο ίδιο κρεβάτι. Στο κομοδίνο δίπλα τους ήταν ένα σφυρί.

























Η δίκη και η συνέπειες

Οι αδελφές ομολόγησαν αμέσως το έγκλημα. Η Christine μιλούσε και η Léa απλώς συμφωνούσε με τις δηλώσεις της αδελφής της. Δεν εξέφρασαν καμιά μεταμέλεια και ισχυρίστηκαν ότι ήταν σε συνθήκη αυτοάμυνας.
«Ήταν ή αυτή ή εμείς», όπως είπε η Christine ξεκάθαρα.
Μέχρι το επόμενο πρωί, η είδηση του εγκλήματος είχε ξεσπάσει σε όλη τη Γαλλία και οι γαλλικές εφημερίδες καθημερινά έκαναν ενημερώσεις σχετικά με την υπόθεση. Ένα περιοδικό, ως ενδιαφέρον διαφημιστικό κόλπο, είχε ένα ζευγάρι από δύο δίδυμους αδελφούς ,τον Jerome και τον Jean Tharaud, που ανέλαβαν την υπόθεση. Στη στήλη τους αναφέρονταν στους εαυτούς τους ως "εγώ" και όχι "εμείς" και υπογράφανε οι ίδιοι απλά ως: J. και J.
Ο λαός της Γαλλίας είχε διχασμένες απόψεις για την πράξη των αδελφών Papin και για το ποιά θα έπρεπε να είναι η τύχη τους μετά το έγκλημα. Μια μικρή αλλά σημαντική μειοψηφία συμμερίστηκε τις δύο αδελφές, λαμβάνοντας υπόψη τους τις άθλιες συνθήκες εργασίας για τις οικιακές υπηρέτριες. Μεταξύ αυτών ήταν συμπαθούντες πολλοί διανοούμενοι της εποχής συμπεριλαμβανομένων των Ζαν Πολ Σαρτρ, Σιμόν ντε Μποβουάρ και Ζαν Ζενέ, ο οποίος κατονόμασε τη δολοφονία ως “παράδειγμα του ταξικού πολέμου”.
Στην κηδεία των γυναικών της οικογένειας Lancelin παρευρέθηκε πολύς κόσμος και τα φέρετρα συνοδεύονταν από άγημα του πεζικού.           
Ωστόσο, τη δίκη των αδελφών Papin στις 13 του ερχόμενου Σεπτεμβρίου, την παρακολούθησαν πολλοί περισσότεροι και υπήρξε ανάγκη επέμβασης της αστυνομίας για να ελέγξει τα πλήθη στο δικαστήριο κατά τη διάρκεια των 13 ωρών όπου διήρκησε η δίκη.
Κατά τη διάρκεια της δίκης η Christine συμπεριφέρθηκε σεμνά και απέφυγε να κοιτάξει οποιονδήποτε στα μάτια, ενώ η Lea κοίταζε συνεχώς μπροστά στο κενό σαν σε κατάσταση σοκ. Η μόνη ανησυχία τους, για όσο παρέμειναν στο εδώλιο του κατηγορουμένου, ήταν να προστατεύσουνε η μια την άλλη.
Οι αδελφές εκπροσωπήθηκαν από τον Pierre Chautemps και Germaine Brière οι οποίοι υπερασπίστηκαν για λογαριασμό τους το ακαταλόγιστο της παραφροσύνης. Οι δικηγόροι ανέφεραν τη σχέση με την μητέρα και τον πατέρα τους, έναν ξάδερφο ο οποίος πέθανε σε ψυχιατρικό άσυλο, ένα παππού επιρρεπή σε βίαιες επιθέσεις και έναν θείο που είχε αυτοκτονήσει ως απόδειξη μιας κληρονομικής προδιάθεσης προς την παραφροσύνη. Ωστόσο, τρεις ειδικοί γιατροί πιστοποίησαν ότι είχαν εξετάσει τις αδελφές Papin και διαπίστωσαν ότι είναι πνευματικά υγιείς.
Τελικά, το δικαστήριο έκρινε την αδελφές λογικές, και ως εκ τούτου, ένοχες. Οι ένορκοι θεώρησαν τον ακρωτηριασμό των σωμάτων και το γεγονός ότι μετά καθάρισαν το σπίτι και πήγανε για ύπνο σαν να μην είχαν κάνει απολύτως τίποτα λάθος, σαν απόδειξη όχι της τρέλας αλλά της «ψυχρής αιματοχυσίας".
Όταν οι ποινές εκδόθηκαν η Christine καταδικάστηκε σε θάνατο με γκιλοτίνα στη δημόσια πλατεία του Le Mans στις 30 Σεπτεμβρίου του 1933, απόφαση η οποία της ανακοινώθηκε ενώ ήταν πεσμένη στα γόνατα της. Εκείνη την εποχή στην Γαλλία συνηθιζόταν οι περισσότερες περιπτώσεις θανατικών ποινών γυναικών να μετατρέπονται πριν την εκτέλεση τους σε φυλακίσεις αλλά στην περίπτωση της Christine Papin υπήρχαν πολλές εικασίες ότι κάτι τέτοιο δεν θα συνέβαινε λόγο του φρικτού εγκλήματος που είχε διαπραχθεί.
Το δικαστήριο ήταν πιο συμπονετικό προς τη Lea, η οποία κρίθηκε πως ήταν κάτω από τη επιρροή της μεγαλύτερης αδελφής της και την καταδίκασαν σε 10 χρόνια καταναγκαστικών έργων.
Κατά τη διάρκεια της αναμονής εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης, η Christine γίνονταν όλο και πιο διανοητικά ασταθής στο κελί της φυλακής. Είχε βίαιες κρίσεις και παραισθήσεις που συνοδεύονταν από κατάθλιψη, αρνιόταν να φάει ή να πιει, και εκλιπαρούσε να δει την αδελφή της. Τον Ιούλιο του 1933 επιχείρησε να βγάλει τα μάτια της. Έπειτα από αυτή την απόπειρα, της επιβλήθηκε περιορισμός με ζουρλομανδύα. Ο ειρηνοδίκης ισχυρίστηκε ότι όταν είχε διαπράξει τις δολοφονίες των Lancelins βρίσκονταν κάτω από την επήρεια του ίδιου επεισοδίου. Από κάποιο σημείο και πέρα οι κρίσεις γίνανε τόσο σοβαρές που τελικά οι φύλακες υποχώρησαν και της επέτρεψαν να συναντήσει την αδελφή της. Μετά την συνάντηση τους, αναφέρθηκε ότι η Christine συμπεριφέρθηκε με σεξουαλικά ανάρμοστο τρόπο προς την νεώτερη αδελφή της, προσπαθώντας να ξεκουμπώσει τα ρούχα της και εκλιπαρώντας την να της πει «ναι, σε παρακαλώ!"
Στις 22 του Γενάρη το 1934, ο Πρόεδρος Albert Lebrun εξέδωσε την αναστολή της εκτέλεσης για τη μεγάλη αδερφή Papin. Καταδικάστηκε εκ νέου σε ποινή ισόβιας κάθειρξης με σκληρή εργασία, για να μεταφερθεί τελικά λίγα χρόνια αργότερα σε ένα ψυχιατρικό άσυλο στη Renne. Εκεί έμεινε λίγους μόνο μήνες μέχρι το θάνατο της από καχεξία και μαρασμό λόγω της αυτοπροβαλλόμενης ασιτίας, στην ηλικία των 32 ετών στις 18 Μαΐου 1937.
Η Léa απελευθερώθηκε, λόγω καλής συμπεριφοράς, νωρίς από τη φυλακή αφού εξέτισε οκτώ έτη κράτησης, το 1941.Πήγε να ζήσει με τη μητέρα της στη Νάντη και έπιασε δουλειά ως καθαρίστρια ξενοδοχείου με άλλο όνομα. Οι πληροφορίες διαφέρουν όσον αφορά την ημερομηνία του θανάτου της Léa, με ορισμένες πηγές να αναφέρουν ότι πέθανε το 1982 και άλλες πολύ αργότερα, το 2001.
Μετέπειτα, υπήρξε αρκετή ανάλυση της υπόθεσης από ψυχολόγους, συμπεριλαμβανομένων του Λακάν, ο οποίος πίστευε ότι οι αδελφές Papin υπέφεραν από “folie à deux”, μια περίπτωση ομαδικού παρανοϊκού ψυχωτικού συνδρόμου που μπορεί να εμφανισθεί σε δύο ή και περισσότερα άτομα και κατά την οποία οι ψευδαισθησιακές εντυπώσεις ενός ατόμου μεταφέρονται στο άλλο. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν ακούσματα φωνών, αίσθηση καταδίωξης και την ικανότητα να υποκινούν εξάσκηση βίας ως αυτοάμυνα έναντι των αντιλαμβανόμενων ως φαντασιακών απειλών, καθώς επίσης και ανάρμοστες εκφράσεις της σεξουαλικότητας. Αυτοί που εμφανίζουν αυτή την παράνοια συχνά εστιάζουν σε μια μητρική φυσιογνωμία ως διώκτη τους και σε αυτή την περίπτωση η διώκτης μετατοπίστηκε από το πρόσωπο της ίδιας τους της μητέρας στο πρόσωπο της Κυρίας Lancelin.I Σε τέτοιες περιπτώσεις το ήμισυ του ζευγαριού συχνά κυριαρχεί στο άλλο μισό όπως εδώ κυριαρχούσε η Christine επάνω στην Léa. Η παρανοϊκή σχιζοφρένεια πολλές φορές είναι δύσκολο να εντοπιστεί καθώς το παρανοϊκό άτομο μπορεί να εμφανίζεται αρκετά φυσιολογικό, πράγμα που εξηγεί πιθανότατα την συγκρατημένη εμφάνιση των δύο αδελφών στην εισαγγελία κατά την διάρκεια της δίκης τους.


μετάφραση για το 
+Ινστιτούτο [Πειραματικών Τεχνών]:
Σίσσυ Δουτσίου / Τάσος Σαγρής










Δεν υπάρχουν σχόλια: